- εξανάγω
- (Α ἐξανάγω) [ανάγω]ναυτ.1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά2. παθ. εξανάγομαιαποπλέω, βγαίνω στ' ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ.β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.)αρχ.1. οδηγώ, ανεβάζω, βγάζω κάποιον προς τα πάνω («Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν», Ευρ.)2. μτφ. μέσ. απομακρύνομαι («τῆς τῶν... σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.